Thursday 6 May 2010

Ακατέργαστα ημερολόγια [21/03/2010 (18:00-19:40)]


Στέλνει μήνυμα η Ε. (τι καλά που θάρθει του χρόνου) κι εγώ απαντώ: sitting@pain quotidien, waiting for C. to strike (romanticism will die with me), prepairing (ναι, ναι, sic) next blog entries. Zhleiaaaaa...

Φυσικά, δεν ξέρω αν η κατάστασις είναι και πολύ ζηλευτή. Βλέποντας τον G. και άλλους να επιλέγουν ένα παράλληλο σύμπαν για να στεγάσουν ‘τις μεγάλες τους στιγμές’, αναρωτιέμαι πού θα με βγάλει αυτή η επίμονη σκηνοθεσία, ασπρόμαυρη με γαλλικούς διαλόγους και αγγλικούς υπότιτλους. Και φυσικά, όταν βλέπω τα γράμματά μου γραμμένα, θυμάμαι αυτό το απαίσιο αίσθημα ντροπής που μου προκαλούσε ανέκαθεν η εικόνα του δικού μου κειμένου. Σα να βγαίνω έξω αχτένιστος –αν είχα μαλλιά. Πρέπει να βρω την τομή ανάμεσα στο ναρκισσισμό και την ειλικρίνεια, θα πει, ανάμεσα στη σοβαρότητα που δίνω στον εαυτό μου και τον σαρκασμό που υπονομεύει την ειδεχθή πιθανότητα να γίνω όλος μια βιτρίνα για μια χαζή αναγνωστική προσδοκία.

Ο λόγος που κάθομαι εδώ, δεν έχει καθόλου να κάνει με τη λογοτεχνία ή τη θεωρία της γραφής. Φέρομαι στο γράψιμο σα να ήταν φτηνό hobby μέχρι να έρθει το άλλο, που όταν υπάρχει το λες και όταν δεν υπάρχει δεν το λες για να μην τρομάξει και δεν έρθει ή γιατί σού φαίνεται γελοίο. Η option ‘άντε γαμήσου να ξελαμπικάρεις’ δε λειτούργησε. […] ήταν και ισημερία σήμερα. Θα κάναμε ένα ωραίο διαβατηριακό τελετουργικό –την ιεροτελεστία της άνοιξης.

Προς το παρόν, μόνο τουρίστες και τα πάντα βαριεστημένα ευγενικά γκαρσόνια (τι λέξη κι αυτή) του pain. Είναι τόσο πολλοί γαλλόφωνοι, που αναρωτιέμαι αν τα αντίστοιχα στις Βρυξέλλες ή το Παρίσι (έχει;) είναι αντίστοιχα επανδρωμένα με Άγγλους.

Για να περάσει λίγο η ώρα (εν μέρει, καλέ μου Κ.), μπορώ να φανταστώ τι περιμένω, αλλά θα ήταν αφόρητα μελό. Και νομίζω κάτι τέτοιο έχει ξαναγραφτεί. Πόσο πρωτότυπη όμως μπορεί να είναι η αναμονή; Φαντάζομαι, όλοι αναμένουμε με τον ίδιο τρόπο, παρότι διαφορετικά πράγματα ο καθένας. Αυτό που διαφέρει σημαντικά είναι η επιλογή της αναμονής και η ένταση της επιθυμίας. Κάποιοι προσπερνούν εντελώς τη διαδικασία και γίνονται fruitarians –ζουν με τα φρούτα που πέφτουν σάπια από το δέντρο για να μειώσουν την παρέμβαση. Άλλοι πηγαίνουν μέχρι την επιλογή, και όταν φτάνουν στην αίθουσα αναμονής (μια καλή ευκαιρία να αναλογιστεί κανείς τη φρίκη του συναισθήματος) αρκούνται στη μέτρια βίωση. Τους συμπάσχω απόλυτα –η πιθανότητα της ματαίωσης. Φοβερή πιθανότητα, με δόντια κοφτερά, οινόπνευμα και τσιρότα (=οδυνηρή).

Νομίζω πως κάτι συνέβη πριν χρόνια και η μέση λύση με αποχαιρέτησε. Ή καφενείο με κλειστά παράθυρα, ή ένα κουτάκι χωρίς πάτο, να μπαίνουν και να βγαίνουν όλα τα όμορφα και τ’ άσχημα. Τι αφήνουν, ίσως το μάθω κάποτε όταν, ήσυχος και αγαπημένος πια (από τον εαυτό μου και από κάποιον άλλο), επιστρέψω σε αυτή την ηλίθια και σολιψιστική αναμάσηση των ‘παραπόνων’.

Κακή συνήθεια. Τα λες, τα ξαναλές, ποτέ δεν έχεις γκρινιάξει αρκετά να το φχαριστηθείς, να φύγει να πάει στο διάλο και να δεις επιτέλους το πρόσωπό σου ολόκληρο, χωρίς να φοβάσαι τι μπορεί να εμφανίσει σε χρόνια από τώρα ο καμβάς. Εσύ ποτέ δεν έκανες συμφωνία με κανέναν για να διατηρήσεις –ποια ομορφιά απ’ όλες;

Το ανοιγόκλεισμα της πόρτας μάς προμηθεύει με ικανό stock ζευγαριών και καινούριων καφέδων. Εγώ το ορκίστηκα: δεύτερο large cappuccino δεν παίρνω. Τα επόμενα λεφτά της νύχτας θα χαλαλιστούν αλλιώς. Αρκεί η διάψευση της ισημερίας. Στο ηλιοστάσιο θα προετοιμαστώ καλύτερα, θα κάνω καθαρμούς, εξαγνισμούς, θα σφάξω κάνα γουρουνάκι να γουστάρω, να μείνει και το ψαρονέφρι να ταΐσω τους φίλους μου για να αντέξουν τη γκρίνια. Μετά, θα ξαναπιάσω πόστο στο pain, σε παραπλήσιο τραπέζι, και ίσως θυμηθώ να έχω μαζί μου το λαπιτόπι, γιατί με τα χαρτιά δε μπορείς να γράψεις ηλεκτρονικό κείμενο: πόσες φορές προσπάθησα και τα παράτησα.

Η αντιστοιχία του μέσου γραφής με το κείμενο ίσως να κρατά και τα κλειδιά της δικής μου απελευθέρωσης –να αντιστοιχίσω, ίσως, τα μέσα αναζήτησης με το αντικείμενό της (που είναι ποιο, είπαμε;). Η αναζήτηση, όμως, είναι περσινός αλγόρρυθμος (sic) κι έχει αρχίσει να μυρίζει. Στο μυαλό μου, το πτώμα της πρέπει να αντικατασταθεί από το εναλλακτικό serendipity. Έλεγε και ξανάλεγε με νεύρα ο έρμος ο Α., άνθρωπος flamboyant αλλά της επιφανείας (χωρίς το κόστος της πληθωρικότητας, θα πει): «σταμάτα αγάπη μου να παίζεις σε ταινία». Έτσι, όμως, φτάνουμε κάπου στην αρχή αυτού του κειμένου, και παρότι είχα την ευκαιρία να επεκταθώ περί της κινηματογραφικής μου ιδιοσυγκρασίας (αλίμονο), ἀφίσταμαι, που έλεγε κι ένας συνάδελφος παλιός, με αρχίδια.

Η ουσία της βραδιάς, όχι πολύ αρνητικά αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι ότι είχα στο χέρι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία· έκανα, όμως, έναν κόπο και το ‘αυτοεκπληρούμενη’ πήρε πόδι. Κι έμεινε –όχι πολύ αρνητικά, χαχα- η επιμονή της ακραίας επιλογής, του άκρου ‘έρχομαι’ κι ας μη συμβαίνει το διαβατηριακό. Κι έμεινε το κατακάθι των Κυριακών, και οι γραφές της ματαίωσης.

Και τα είδα, και είπα ότι όλα καλά.–

Friday 16 April 2010

the art of loss of time (of... of...)


m(i) dozen('t) correspond(s)

κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε (που κατάλαβε)
Γαμώ τις ενοχές γαμώ, και τις ψιλοδιαψεύσεις (χεστήκαμε) από τα "σιγουράκια", και τους όψιμους απενοχοποιημένους camp-cum-libertarian, και ό,τι άλλο περιστρέφεται στο σύμπαν ύπνου πονοκέφαλου και έλλειψης συστατικών για μακαρονάδα.

Νάτη η αξία του blog ως ψυχοθεραπευτικού-σουρεαλιστικού medium. Γράφεις μια μαλακία την οποία δε θα διαβάσει-σχολιάσει (αλλά κράξει) κανείς, κοτσάρεις και τον αγαπημένο σου Rothko, και φεύγεις να πας να λιαστείς. Άντε, και στο twitter, αδερφές μου, στο twitter.

Wednesday 14 April 2010

Οι μαρμελάδες του αποχωρισμού


ΟΚ. Υπάρχει η ζωή και τα κείμενα. Και η ζωή των κειμένων. Και η ρευστή ύλη (=και ρευστός, ή παχύρρευστος, χρόνος) μεταξύ της ζωής και των κειμένων, αν πρέπει κανείς να υποθέσει ότι η σύνταξη των τελευταίων προϋποθέτει το βίωμα (και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει πάντα). Παρατηρώ βέβαια ότι υπάρχει μια σχέση αλληλοαποκλεισμού ανάμεσα σε βίωση και γράψιμο, που μοιράζομαι με άλλους ομοτεχνότεχνους, μα αρνούμαι να αφήσω την ανάγκη μου να εκπέσει σε επίπεδο passe-temps για τις ώρες της απραξίας γιατί, τι διάολο με κάνει εμένα αυτό; Έναν ακαμάτη με ψυχολογικά προβλήματα;

Η ζωή, λοιπόν, και τα κείμενα, και ό,τι δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, παρά συνδετικός ιστός για να μη χάνεται ο ειρμός. Μια κολλώδης τοξική ουσία (μια καβαφική και σκουρτική κυβγία;) που μοιάζει με την αγαπημένη σου μαρμελάδα.

Μικρός τις μαρμελάδες δεν τις πολυέτρωγα. Δηλαδή, όχι στην καθημερινή ρουτίνα. Αλλά όταν η βερικοκιά του μπαμπά έκανε πολλά, τα έβραζε η μαμά με ζάχαρη και αρμπαρόριζα και άπλωνε τη μαρμελάδα στις πασταφλώρες. Στο ξενοδοχείο ‘Δελφίνι’, το τελευταίο καλοκαίρι (δεν το ξέραμε) με τη γιαγιά, συμπεριλαμβάνονταν –βερίκοκο ή φράουλα- στο ‘πρωινό κομπλέ’ που ζητούσε από τη δεσποινίδα Έλενα. Και καμένη μαρμελάδα βερίκοκο μυρίζει η Escada που φοράει κάποτε η Ελένη.

Κάπου σε όλα αυτά, κόλλησε κάποτε η μαρμελάδα πορτοκάλι. Δε θυμάμαι. Αλλά ήρθε η ώρα και πήρε κι αυτή το δρόμο της για τα ορόσημα της μνήμης. Και χρειάστηκε να καεί, για να καταλάβει το κεφάλι την αξία του λάθος δρόμου και να ανακτήσει την πίστη στα ένστικτα και τη μυρωδιά της συνδετικής μυστικής ζωής. Ίσως φταίει το πεισματάρικο φρούτο, που όσα κιλά ζάχαρη και να του βάλεις αφήνει την πικρή επίγευση να σε περιμένει στη γωνία. Φταίω, βέβαια κι εγώ (όχι που δε θα) που βάζω πάντα όσο περισσότερο φλούδι (15 ευρώ το πλήρωσα το ξεφλουδιστήρι, το κέρατό μου).

Η συνταγή που έπρεπε κανονικά να ακολουθήσει η μήτηρ βγάζει, όπως είχα νωρίτερα διαπιστώσει αφ’ εαυτού (μου), ένα γλυκερό ξενέρωτο άλειμμα. Η μοναδική της ικανότητα όμως να καίει ό,τι μπαίνει σε τσουκάλι (έχει αναφερθεί και περιστατικό σούπας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αν θυμάμαι καλά) παρήγαγε εντέλει ένα τέλειο preserve, με καραμελωμένα κομμάτια πορτοκαλιού και πηχτό ζελατινοειδές ζουμί. Και η έμπνευσή της να το ανακατέψουμε με ολόπαχο στραγγιστό γιαουρτάκι μάς έβγαλε από την δεδομένη λονδρέζικη λειψεπιδορπία. Να δαγκώνεις κομμάτι, να χύνεται σιρόπι. Γεια σου ρε μάνα με τα λάθη σου (κι αυτά κι εκείνα και τ’ άλλα, που μάς έφεραν στο ωραίο εδώ).

Ήταν το πιο κατάλληλο μαγείρεμα για τον αποχωρισμό. Το πιο σημειολογικό. Η βλαμμένη εκτέλεση που σου δίνει αποτέλεσμα καλύτερο ακόμα κι απ’ το επιθυμητό. Και μαζί η ανακούφιση τόσων και τόσων λαθών που μοιάζουν κουραστικά και περιττά, κι όμως έτσι όντα καταφέρνουν να σηματοδοτήσουν εκείνο το μαγικό γύρισμα του κεφαλιού που στην αρχή μοιάζει τυχαίο και, δυο στιγμές αργότερα, σου δίνει την άλλη ματιά. Η πατρίδα ξενιτιά κι ανάποδα. Καμία μαγεία· μόνο ο παχύρρευστος, μαρμελαδένιος χρόνος που (συμ)μαζεύει λόγια και έργα. Όπως, τις στιγμούλες που αφήνεις το τσουκάλι για να πλύνεις κανένα κουταλάκι, η ζάχαρη καίγεται και επανεφευρίσκεις το γλυκό.

Thursday 25 March 2010

Καλε-πού-χαθηκες-εσου, aka “breakfast for porn-stars”


Μάς φάγαν οι εξόδοι και τα θέατρα (και κάτι άλλα), αγαπητοί συναγωνισταί. Εμάς και τους νέους της Σιδώνος. Η ιστορία, πριν μάς δικαιώσει, θα πει πως ήταν αναπόφευκτο· πως εκείνα τα κακεντρεχή γονίδια που μπήκαν ετσιθελικά στο DNA μας μια ζεστή και κρύα νύχτα της ανοίξεως (υπολογίζω) και που είναι υπεύθυνα για τη σχίζα, θέλησαν να το ρίξουν έξω και να ανανεώσουν τις πολυκαιρισμένες συγκινήσεις, προσδοκίες και διαψεύσεις. Έστω –καιρό είχανε να, τα πουλάκια μου.

Αυτά όλα τα κατάλαβα όχι την ώρα που τά’κανα (μα, φυσικά), αλλά όταν θυμήθηκα πόσο καιρό είχα να αναρτήσω και επέστρεψα και είδα τα γραμμένα. Συμπέρασμα, ότι πολύ το τσιγαρίσαμε αδερφέ(ς) το φαΐ κι επαραμαύρισε. Το βασικό μας μέλημα ήταν κάποτε το θέατρο και η γεύση, και συνέβαιναν πότε-πότε κάτι αβάσταχτα και ανέβαιναν κι αυτά μαζί με τ’άλλα. Έγινε, όμως, και αλλάξαμε λίγο ζωή και προτεραιότητες: ο γαρ οβολός λειψός, να κάνει παρέα στο μυαλό, η δε εξωστρέφεια, μέχρι πρόσφατα, είδος πολυτελείας με ειδικό φόρο. Το ξεπεράσαμε αλώβητοι (χαχαχαχαχαχαχα) και μπήκαμε στα χρόνια που όλα εξηγούνται. Μάλιστα. (Ο Σιγισμούνδος γελά από πάνω αινιγματικά και ξύνει το μυτερό viennois μουσάκι, πόσο τον αγαπώ κι αυτόν.)

Και συνέβη, ένα Σαββάτο, να παρασκευάσω με δική μου συνταγή και φούσκωμα υπερηφάνειας αυτό που θα λένε κάποτε με ένα μικρό (υπομουστάκιο) γελάκι οι (αρχετυπικοί) ζαχαροπλάστες tiramisu της πορνοστάρ. Το δικαίωμα να αναφερθώ στο συμβάν το πήρα από τον ίδιο τον παραγωγό, ήταν και μέρες Ιουλίας οι τελευταίες και φοβόμουν το Σ.Δ.Ο.Ε. . Αυτό που έφαγαν οι εν λόγω (για το γλυκό μιλάμε πάντα) ήταν και πολύ γκραν, πλην ξέχασα ο βόδης να το φωτογραφίσω, και μού’μεινε το κόρδωμα μισό. Που να μείνουνε μαύρα (περιμένω acknowledgment πάραυτα). Να, έτσι τό’κανα:

2 κρόκοι (από αυγά)

μισό νεροπότηρο κρυσταλλική ζάχαρη

250 γραμ. mascarpone

250 γραμ. double cream (αν τη χτυπήσεις στο mixer, πάρε και single κρέμα γάλακτος να γλιτώσεις καμιά θερμίς, δε μπειράζει)

καμιά βανίλια (σκόνη, υγρή, σποράκια από στήμονες αυθεντικής)

μια συσκευασία savoiardi (εκείνα τα άνοστα σπογγώδη μπισκοτάκια που βάζουμε φράχτη γύρω από τις charlottes –θεωρούσα ότι τα λέγαμε έτσι από τα γαλλικά, αλλά πάνω στη συσκευασία έλεγε biscuits à la cuillère, χμμ...)

δύο δόσεις (και παραπάνω αν τελειώσει το σιρόπι) δυνατό espresso

δύο κτσ ζάχαρη (και παραπάνω αν σου πέφτει άγλυκο)

όσο θες, ιταλικό γλυκό λευκό κρασί (υπάρχουν κάποια σχετικά φτηνά για μας τους ταπεινούς)

σκόνη κακάο

Πάνω από κατσαρολάκι με πολύ λίγο νερό που ίσα που βράζει, βάζεις πυρίμαχο ή μεταλλικό μπολ, και χτυπάς μέσα εκεί τους κρόκους και τη ζάχαρη με το σύρμα. Η Delia (Smith, μάνα μου) λέει ότι πρέπει να γίνει μια υπόλευκη μους. Προσυπογράφω, το ψώνιο, και λέω ότι πρέπει να μαστιχώνει λίγο (ευκαιρία ψάχνω). Αυτό, αν δεν ξέρεις, γίνεται για να παστεριωθούν οι κρόκοι και να μη λες ότι το παρασκεύασμα έχει ωμό αυγό. Μόλις τελειώσεις, βαράς λίγο το mascarpone μέσα στη συσκευασία του να μαλακώσει, και το διπλώνεις απαλά μέσα στο υπόλευκο μπλιαχ. Βάζεις και τη βανίλια, και τέλος το όλον στο ψυγείο να σφίκσει. Μέχρι να σφίκσει, θα σφίκσεις εσύ δικέφαλους χτυπώντας την κρέμα γάλακτος. Λοιπόν. Εμένα μού χάλασε το μίξερ πριν λίγο καιρό, βαρέθηκα να το πάω για φτιάξιμο και είπα μέσα μου, πιο μάγκας ήταν ο (παραγιός του) Σαβαρέν που τη χτύπαγε με το σύρμα τη chantilly; Όχι, εντέλει: πήρα ένα γυάλινο μπολ, το έχωσα μέσα στα παγάκια (για να πλευριτωθούν τα λιπαρά και να πήκσουν) και άρχισα να βαρώ σαντιγί με τον αυγοδάρτη. Μεσαίωνας. Πάλι καλά που είχα άχνη στο σπίτι (2 κτσ ή λίγο παραπάνω) και δεν κατέβασα και γουδί. Η μοναδική διαφορά με τη σαντιγί του μίκσερ ήταν η μαστιχωτή υφή (πολύ γούσταρα) και η κάπως πιο ελαφριά γεύση. Ή είχα εξαντληθεί από το χτύπα-χτύπα και δεν ήξερα τι έτρωγα. Τέσπά. Σε αυτό το στάδιο διπλώνεις πολύ απαλά τις δύο κρέμες και ξαναβάζεις στο ψυγείο όσο φτιάχνεις το σιρόπι. Δύο espressi, ανακατεμένοι με το γλυκό κρασί, και τέλος διορθωμένοι με όση ζάχαρη θες. Η ταπεινή μου είναι ότι το tiramisu είναι πολύ καλό άγλυκο, αλλά de gustibus... Συναρμολόγηση: αν η κρέμα έχει δέσει πολύ καλά, δε θέλει φόρμα. Μπορείς να βάλεις μια σειρά σιροπιασμένα savoiardi το ένα δίπλα στο άλλο, κρέμα, και να επαναλάβεις φτιάχνοντας κορμό. Αλλιώς σε στρογγυλή φόρμα, προσέχοντας να καλύψεις καλά όλο τον πάτο και στις δύο στρώσεις. Πιο αναλυτικά: βουτάς τα μπισκότα στο σιρόπι και από τις δύο πλευρές, όχι στιγμιαία όπως λένε πολλοί, αλλά για 2-3 δευτερόλεπτα, ούτε να είναι ξερό ούτε να παπαριάσει. Για καλό και για κακό, δε βλάφτει να ελέγξεις την υφή τους μόλις τελειώσεις το βούτημα και να προσθέσεις, αν χρειάζεται, λίγες κουταλίτσες ακόμα σιρόπι. Μετἀ κρέμα, και το όλον άλλη μια φορά. Για τη μαγκιά του πράγματος, σχημάτισε κύματα με ένα κουταλάκι στην επιφάνεια και πασπάλισε σκόνη κακάο, με αχνηρίχτη (ναι, είναι λέξη αυτό!) ή σουρωτήρι (εγγύηση, δουλεύει), να καλυφθεί καλά και να ψιλομοιάζει αυθεντικό ιταλικό. Βάλε στη συντήρηση για κάνα τρίωρο. Εναλλακτικά, πάγωσε για πέντε ώρες στην κατάψυξη και μετάφερε στη συντήρηση μια ωρίτσα πριν σερβίρεις, για πιο semifreddo καταστάσεις (καράβλαχε). Άτε καλοχώνευτο :Ρ

Thursday 11 March 2010

Το σύνδρομο της φανταστικής αρτιμέλειας


que pena, no perder a veces la cabeza


Αυτό το κείμενο είναι χαζά μεγάλο και στριφνό. Το ανεβάζω μόνο επειδή με ταλαιπώρησε πολύ καιρό και το λυπάμαι. Προσωπικά, θα βαριόμουν να το διαβάσω αν δεν ήταν δικό μου. Επίσης δηλώνω once and for all πως η υβριστική μερίδα του λεξιλογίου, εδώ όπως και σε όλα τα κείμενα που πιθανώς θα ακολουθήσουν, δεν οφείλεται σε εντυπωσιαστική απενοχοποίηση –του κώλου-αλλά σε υπερβολική εμπλοκή στα γραφόμενα. Την ειλικρινή συγγνώμη μου σε όποιον ενοχλείται. Σοβαρά.

Εδώ και καιρό με προβληματίζει ο χαμός που δημιούργησε μέσα στο ταραγμένο μου κεφάλι (μα, φυσικά) το «Théorème dAlmodovar» του Καταλανοϊταλού και γαλλογράφου Antoni Casas Ros.

O Antoni είναι συγγραφέας. Καλός. Δομημένος (ως μαθηματικός, μάλλον-κάποιες στιγμές γίνεται cliché, αλλά όλοι μας πού και πού, κι ας ζούμε για να το καίμε το ρημάδι). Ο Antoni είναι παραμυθάς: η αυτοβιογραφία της σκέψης επιβάλλει το παραμύθι της, μπας και επικοινωνηθεί λίγη αλήθεια.

«είμαι ένα ωραίο περήφανο ελάφι που μου κάβλωσε και κατέβηκα στην πόλη πήγε να με αποφύγει καρφώθηκε σ’ ένα δέντρο»:

ο Antoni είναι παραμορφωμένος. End of drama. Αυλαία (ανοίγει).

Δεν ξέρω τι είναι το πρόσωπο. Έχω ερωτευτεί πρόσωπα και ξέρω ότι τα έχω ερωτευτεί γιατί βλέπω πρόσωπα που τους μοιάζουν και τα ξαναερωτεύομαι (βλακωδώς;). Ο Shakespreare αναρωτιέται τι είναι το όνομα και το υποσκελίζει, και αναζητά την ταυτότητα στη μορφή: ένα τόσο δα σύμπλεγμα από οστά βαλμένα κάπως κι από εύθραυστους μυς κι από εύθραυστο δέρμα. Αιώνες πριν η Φρύνη· άλλος υπέροχος σωρός κόκαλα και σάρκα. Άλλος φάρος της εικόνας. Το κρέας μπροστά για να σωθεί η ψυχή (στα χεράκια του Λόγου).

Ο Antoni, όμως, είναι το δώρο του εαυτού του στον εαυτό του. Πήρε μια αποτρόπαια αναπηρία και την αποκατέστησε ως εφαλτήριο για μια σειρά αρνητικών επιλογών που όλοι θα κάναμε, αν είχαμε αρχίδια ν’ αξιώνουμε την πεντακάθαρη ζωή. Παίζει και να χρυσώνει το χάπι για να αποφύγει την τρέλα, αλλά, ακόμα κι έτσι, εμένα μού ακούγεται ειλικρινής. Εξηγώ: Η καθημερινή πράξη είναι η όμορφη κι αθώα πηγή των απλών ηδονών. Πάμε στον Άδωνι για καφέ. Είναι όμως και η αιτία της ύποπτης –και μακροπρόθεσμα καταστροφικής- επαφής με το μαζικό ναρκωμένο αισθητήριο. Θα πνιγόμουν χωρίς των εκλεκτών μου την καλημέρα, μα το ίδιο πνίγομαι κι από τη συμβατική επικοινωνία των γνωστών-και-άγνωστων τριγύρω.

Ο Casas Ros, μέσα στο μικρό του κουτάκι της Πανδώρας κρατάει ακόμα την επιλογή. Και λέει πως την κρατάει ακριβώς επειδή πέταξαν όλα τα υπόλοιπα. Νομίζω, είναι αντιληπτό: πώς θα αντιδρούσα, αν δεν χρειαζόταν να περιφέρω το πρόσωπό μου στο σπίτι και στην αγορά κάθε μέρα; [μαμά, θα μ’ αγαπάς αν δεν κάνω διδακτορικό; Ε., θα με θαυμάζεις;] Αν οι σημερινές μου πράξεις δεν αντιστοιχούσαν στη σημερινή και αυριανή μου εικόνα, γιατί απλώς δε θα είχα εικόνα; Μία προφανής πιθανότητα είναι η εγκληματική συμπεριφορά (ή η πλήρης αδιαφορία), που πάντα ελλοχεύει εκεί που βρίσκεται και η μεγάλη ανάσα ελευθερίας (εξαρτώμενη, καλώς –και μόνο έτσι αξίζει- αλλά δυστυχώς, από μια τόση δα στιγμούλα προσωπικής επιλογής). Μια άλλη πιθανότητα, δυσκολότερη –και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τον εν λόγω άνθρωπο πιστευτό-, είναι η αποδέσμευση από τη σύμβαση και η βίωση μιας καθημερινότητας που διέπεται μόνο από τον κανόνα της ειλικρίνειας και της αφοσίωσης στον εαυτό. Αυτό το τελευταίο ειπωμένο όχι εγωιστικά: απλώς χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψη η έξωθεν προσδοκία. Γιατί το κατεστραμμένο πρόσωπο είναι μια καλή πρόφαση. Όχι ότι χρειάζεται καθόλου δικαιολογία για την ασυμβατική ζωή, απλά για να αποφύγει κανείς ευκολότερα το δρακόντειο σύστημα ενοχών που υποβαστάζει, μ.Χ., τις πεπατημένες. Enough· κλακέτα του φινάλε:

Στην πόρτα του ρουχάδικου Abercrombie and Fitch, στέκει ένας μόντελος με φέτες κι άλλοι δυο τρεις. Για φωτογραφίες με τους τουρίστες (ξένους και ντόπιους). Για την πολυπόθητη προσέγγιση στην ομορφιά (τι ‘σαι συ αγόρι μου). Για την αιώνια γαμημένη βασανιστική διερώτηση πώς θα επέλεγα να είμαι αν δεν ήμουν όπως είμαι και αν μπορώ ή θέλω να αλλάξω την εικόνα ή την ουσία ή το ηλίθιο κεφάλι μου ή ο,τιδήποτε τελικά. Ψυχραιμία, χαζούλη.

Μη με παρεξηγείτε. Το χρειάζομαι το πρόσωπό μου -για να μη μείνω μόνος. Για να μου αντιστοιχεί λίγη επικοινωνία από τους άλλους αρτιμελείς. Αλλά η αρτιμέλειά μας είναι –μού φαίνεται- λίγο φανταστική. Γιατί πάνω της αποθέσαμε ένα φορτίο που φύσει δε μπορεί να στηρίξει. Γιατί αυτά που μπορεί (και, στα σημερινά και δύσκολα, πρέπει) να νιώθει κανείς είναι πολλά, αμέτρητα.

Και το πρόσωπο είναι βία μια λίβρα κρεατάκι.

Tuesday 9 March 2010

Μόνο του


Ένα ολόκληρο τραγουδάκι σε βασανίζει η Νικολακοπούλου μέχρι να σου αποκαλύψει -ναι σιγά, λες και δεν τό'ξερες- τι είναι τελικά μόνο του και πώς (δεν) την παλεύει.
Το θυμόμουνα εγώ από παλιά ότι τα blogs είναι βάσανο. Μαζί με όλα τα άλλα υπεσχημένα, προς πάσα κατεύθυνση, να έχεις και τις αναρτήσεις να χοροπηδάνε στο μόνο του και να πασχίζεις να τις πλύνεις, να τις χτενίσεις και να τις σπρώξεις, όπως-όπως αξιοπρεπείς, στη σκηνή σα καημένα μικρά του δημοτικού για ποίημα. Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Όχι όχι, τώρα δεν κλαίω. Μόνο χασμουριέμαι, η γαρ ώρα πέντε και το μάτι γαρίδα (να, αυτά είναι τα ωραία του ιστολογίου...). Αλλά μού τη φύλαγε η ανάρτηση που έδιωξα πριν κάνα τρίωρο. Ας είναι. Μια μέρα αυτός ο πόνος θα σού βγει σε καλό.

Έτσι έλεγε ο τίτλος στον πάγκο της Πολιτείας, και δίπλα (στο εξώφυλλο) χαμογελούσε ανεπαίσθητα θλιμμένα ένα τεκνάκι. Τσίμπησα ασφαλώς, για όλα τα παραπάνω, και το πήρα (το βιβλίο). Λίγο αργότερα το κουνούσα χαρούμενος στην Αρ., που έσπευσε λόγω τίτλου να μου το φέρει στο κεφάλι, γιατί η δόλια τα έχει ξεπεράσει αυτά (χμ...) και το ίδιο επιθυμεί και δι' ημάς. Ναι καλά.
Ο Αστρολόγος Πανόπουλος θα έλεγε ότι φύσει ο Σκορπιός θα βάλει το "πόνος" πριν το "καλό" στον κάθε τίτλο, και δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω. Βέβαια ο Peter Cameron (author του εν λόγω) χρησιμοποιεί -πολύ σωστά- τη λειτουργία του motto μέσω Λαμίας, κι έτσι το αποκαθιστά στη συνείδησή μας και του ξεπλένει τη ρετσινιά της κ(λ)άψας και της μυξοπαρθενιάς. Μπράβο, ρε Peter. Όλοι οι άλλοι μάς βαράνε.

Όλα αυτά επέστρεψαν, καθυστερημένα, γιατί προχτές (μήπως χτες;) το μόνο του με απέκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες από τον έξω κόσμο (για να δικαιώσει το όνομά του, το βλαμμένο). Με κάρφωσε στο κρεβατάκι μου και με ανάγκασε, για άλλη μια φορά (σα να μετράς προβατάκια) να σκεφτώ τι λογής είναι αυτός ο πόνος και πώς συνδέεται με το καλό (ακούω και καλό δε βλέπω), και γιατί το αγαπημένο μου σημείο στίξης είναι η παρένθεση. Κι εκεί που πάλι ετοιμαζόμουν να φάω για να μη σκέφτομαι, τα πλήκτρα παραδόξως αισιόδοξα κι ανεξήγητα χτύπησαν στο youtube: Amelie aveugle

Ευτυχώς, κάποιος/α αδελφός/ή είχε όντως απομονώσει τη σκηνή (αλλέως κλάψ'τα) -it gets me every time. Και ξαφνικά μου κατέβηκε το φως, όπως στον τυφλό, στο τέλος της βόλτας.
Το μόνο του δε χτυπάει από σαδομαζοχισμό (όχι εντελώς). Απλώς αξιώνει το χρόνο του για να παρατηρήσει τη ζωή πίσω απ' τις γραμμές. Και ο πόνος είναι απλά το ερέθισμα για να σταθείς και να κοιτάξεις -γιατί αλλιώς, μάτια μου, δεν κοιτάς.
Πώς να το κάνουμε, το καλό θέλει προσμονή: χρόνο και μοναξιά (όχι λίγο, όχι πολύ: Séparés par trente kilomètres, l' un rêvait d' une soeur et l' autre d' un frère.)

Και το κείμενο, την ίδια δουλειά με την Amélie κάνει. Μένει μόνο του για λίγο, μαζεύει θραύσματα και τα δείχνει καμαρώνοντας, για να κατεβάσει λίγο φως.
Bingo.
Μια μέρα αυτός ο πόνος θα σου βγει σε καλό.
(κι εσύ, τώρα, τό 'χαψες...)

Monday 22 February 2010

Edito ή το χαλάκι της εξώπορτας


Μέχρι χτες αγνοούσα την ύπαρξη αυτού του blog. Γνωρίζω μόνο πως το άνοιξε κάποιος άγνωστος του οποίου φέρω, μεταξύ άλλων, το όνομα και το πρόσωπο. Το ξετρύπωσε η Α., και τής το οφείλω, ενώ από τον τίτλο συμπεραίνω πως έχει κάποια σχέση με το βραχύβιο, τώρα παλιό κι ερειπωμένο, τετράδιο που ταλαιπωρούσα τον κουφό χειμώνα του 2008.
Ο βαρήκοος χειμώνας του 2010 είναι άλλο σανίδι. Ο σκηνοθέτης απουσιάζει, κάνουμε ακόμα οντισιόν για το καστ, κάτι περίεργοι κύριοι και κυρίες -του catering, υποθέτω, αλλά ειλικρινά δεν τους φώναξα εγώ- πηγαινοέρχονται κρατώντας άδειες κατσαρόλες, και ο υποφαινόμενος υπομένει τα του Αγίου Σεβαστιανού στο υποβολείο.
Άτιμος χώρος το υποβολείο -μα δεν παραπονιέμαι, μόνος μου το διάλεξα. Μόλις ρώτησε η κυρία μας "Ποιο παιδάκι θα κατέβει στο υπόγειο" άρχισα να φωνάζω και να κουνιέμαι (προφανώς δε σταμάτησα έκτοτε κανένα από τα δύο), κι έτσι απέκτησα αυτόματα το δικαίωμα σε πράγματα παράλογα, στο σκοτάδι, την κατάδυση και την αποκλειστικότητα.
Από εδώ, χρόνια τώρα, ακούγομαι μόνο την ώρα της παράστασης (γιατί άλλοτε ούτε εγώ μιλάω, ούτε κι ακούει κανείς). Τον υπόλοιπο καιρό παρατηρώ τις πρόβες. Και γίνομαι παντογνώστης. Και γράφω τα λόγια, για ξεκάρφωμα, στην ξεχειλωμένη απραξία, καλύπτοντας βλακωδώς τη διερώτηση αν είμαι απλά ένας τεμπέλης άεργος.

Επειδή όμως η λέξεις που δεν ακούγονται γίνονται τοξικές, λίγο πριν τη σηψαιμία θα ξεβράζονται στο εξής εδώ, κι αν μοιράζονται, ακόμα καλύτερα. Και υπόσχομαι πως θα 'ναι ελαφρύτερες από τούτες, σαν τον αφρό της άγριας θάλασσας (δες και το προαναφερθέν τετράδιο).
Θα τα πούμε στις αίθουσες, και στις σκηνές, και πάνω από φαγιά, και θα ακούσουμε μουσικές, και θα διαβάσουμε βιβλία. Γιατί το σχόλιο, από την εποχή του Μ.Χ. στα καθ'ημάς χρόνια, έχει τη δική του ζωή, κι εξασφαλίζει την αντίδραση της δράσης (τη ζωή, θα πει).
Καλώς σας βρήκα. Over and out.-