Friday 16 April 2010

the art of loss of time (of... of...)


m(i) dozen('t) correspond(s)

κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε (που κατάλαβε)
Γαμώ τις ενοχές γαμώ, και τις ψιλοδιαψεύσεις (χεστήκαμε) από τα "σιγουράκια", και τους όψιμους απενοχοποιημένους camp-cum-libertarian, και ό,τι άλλο περιστρέφεται στο σύμπαν ύπνου πονοκέφαλου και έλλειψης συστατικών για μακαρονάδα.

Νάτη η αξία του blog ως ψυχοθεραπευτικού-σουρεαλιστικού medium. Γράφεις μια μαλακία την οποία δε θα διαβάσει-σχολιάσει (αλλά κράξει) κανείς, κοτσάρεις και τον αγαπημένο σου Rothko, και φεύγεις να πας να λιαστείς. Άντε, και στο twitter, αδερφές μου, στο twitter.

Wednesday 14 April 2010

Οι μαρμελάδες του αποχωρισμού


ΟΚ. Υπάρχει η ζωή και τα κείμενα. Και η ζωή των κειμένων. Και η ρευστή ύλη (=και ρευστός, ή παχύρρευστος, χρόνος) μεταξύ της ζωής και των κειμένων, αν πρέπει κανείς να υποθέσει ότι η σύνταξη των τελευταίων προϋποθέτει το βίωμα (και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό ισχύει πάντα). Παρατηρώ βέβαια ότι υπάρχει μια σχέση αλληλοαποκλεισμού ανάμεσα σε βίωση και γράψιμο, που μοιράζομαι με άλλους ομοτεχνότεχνους, μα αρνούμαι να αφήσω την ανάγκη μου να εκπέσει σε επίπεδο passe-temps για τις ώρες της απραξίας γιατί, τι διάολο με κάνει εμένα αυτό; Έναν ακαμάτη με ψυχολογικά προβλήματα;

Η ζωή, λοιπόν, και τα κείμενα, και ό,τι δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, παρά συνδετικός ιστός για να μη χάνεται ο ειρμός. Μια κολλώδης τοξική ουσία (μια καβαφική και σκουρτική κυβγία;) που μοιάζει με την αγαπημένη σου μαρμελάδα.

Μικρός τις μαρμελάδες δεν τις πολυέτρωγα. Δηλαδή, όχι στην καθημερινή ρουτίνα. Αλλά όταν η βερικοκιά του μπαμπά έκανε πολλά, τα έβραζε η μαμά με ζάχαρη και αρμπαρόριζα και άπλωνε τη μαρμελάδα στις πασταφλώρες. Στο ξενοδοχείο ‘Δελφίνι’, το τελευταίο καλοκαίρι (δεν το ξέραμε) με τη γιαγιά, συμπεριλαμβάνονταν –βερίκοκο ή φράουλα- στο ‘πρωινό κομπλέ’ που ζητούσε από τη δεσποινίδα Έλενα. Και καμένη μαρμελάδα βερίκοκο μυρίζει η Escada που φοράει κάποτε η Ελένη.

Κάπου σε όλα αυτά, κόλλησε κάποτε η μαρμελάδα πορτοκάλι. Δε θυμάμαι. Αλλά ήρθε η ώρα και πήρε κι αυτή το δρόμο της για τα ορόσημα της μνήμης. Και χρειάστηκε να καεί, για να καταλάβει το κεφάλι την αξία του λάθος δρόμου και να ανακτήσει την πίστη στα ένστικτα και τη μυρωδιά της συνδετικής μυστικής ζωής. Ίσως φταίει το πεισματάρικο φρούτο, που όσα κιλά ζάχαρη και να του βάλεις αφήνει την πικρή επίγευση να σε περιμένει στη γωνία. Φταίω, βέβαια κι εγώ (όχι που δε θα) που βάζω πάντα όσο περισσότερο φλούδι (15 ευρώ το πλήρωσα το ξεφλουδιστήρι, το κέρατό μου).

Η συνταγή που έπρεπε κανονικά να ακολουθήσει η μήτηρ βγάζει, όπως είχα νωρίτερα διαπιστώσει αφ’ εαυτού (μου), ένα γλυκερό ξενέρωτο άλειμμα. Η μοναδική της ικανότητα όμως να καίει ό,τι μπαίνει σε τσουκάλι (έχει αναφερθεί και περιστατικό σούπας, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αν θυμάμαι καλά) παρήγαγε εντέλει ένα τέλειο preserve, με καραμελωμένα κομμάτια πορτοκαλιού και πηχτό ζελατινοειδές ζουμί. Και η έμπνευσή της να το ανακατέψουμε με ολόπαχο στραγγιστό γιαουρτάκι μάς έβγαλε από την δεδομένη λονδρέζικη λειψεπιδορπία. Να δαγκώνεις κομμάτι, να χύνεται σιρόπι. Γεια σου ρε μάνα με τα λάθη σου (κι αυτά κι εκείνα και τ’ άλλα, που μάς έφεραν στο ωραίο εδώ).

Ήταν το πιο κατάλληλο μαγείρεμα για τον αποχωρισμό. Το πιο σημειολογικό. Η βλαμμένη εκτέλεση που σου δίνει αποτέλεσμα καλύτερο ακόμα κι απ’ το επιθυμητό. Και μαζί η ανακούφιση τόσων και τόσων λαθών που μοιάζουν κουραστικά και περιττά, κι όμως έτσι όντα καταφέρνουν να σηματοδοτήσουν εκείνο το μαγικό γύρισμα του κεφαλιού που στην αρχή μοιάζει τυχαίο και, δυο στιγμές αργότερα, σου δίνει την άλλη ματιά. Η πατρίδα ξενιτιά κι ανάποδα. Καμία μαγεία· μόνο ο παχύρρευστος, μαρμελαδένιος χρόνος που (συμ)μαζεύει λόγια και έργα. Όπως, τις στιγμούλες που αφήνεις το τσουκάλι για να πλύνεις κανένα κουταλάκι, η ζάχαρη καίγεται και επανεφευρίσκεις το γλυκό.