Thursday 6 May 2010

Ακατέργαστα ημερολόγια [21/03/2010 (18:00-19:40)]


Στέλνει μήνυμα η Ε. (τι καλά που θάρθει του χρόνου) κι εγώ απαντώ: sitting@pain quotidien, waiting for C. to strike (romanticism will die with me), prepairing (ναι, ναι, sic) next blog entries. Zhleiaaaaa...

Φυσικά, δεν ξέρω αν η κατάστασις είναι και πολύ ζηλευτή. Βλέποντας τον G. και άλλους να επιλέγουν ένα παράλληλο σύμπαν για να στεγάσουν ‘τις μεγάλες τους στιγμές’, αναρωτιέμαι πού θα με βγάλει αυτή η επίμονη σκηνοθεσία, ασπρόμαυρη με γαλλικούς διαλόγους και αγγλικούς υπότιτλους. Και φυσικά, όταν βλέπω τα γράμματά μου γραμμένα, θυμάμαι αυτό το απαίσιο αίσθημα ντροπής που μου προκαλούσε ανέκαθεν η εικόνα του δικού μου κειμένου. Σα να βγαίνω έξω αχτένιστος –αν είχα μαλλιά. Πρέπει να βρω την τομή ανάμεσα στο ναρκισσισμό και την ειλικρίνεια, θα πει, ανάμεσα στη σοβαρότητα που δίνω στον εαυτό μου και τον σαρκασμό που υπονομεύει την ειδεχθή πιθανότητα να γίνω όλος μια βιτρίνα για μια χαζή αναγνωστική προσδοκία.

Ο λόγος που κάθομαι εδώ, δεν έχει καθόλου να κάνει με τη λογοτεχνία ή τη θεωρία της γραφής. Φέρομαι στο γράψιμο σα να ήταν φτηνό hobby μέχρι να έρθει το άλλο, που όταν υπάρχει το λες και όταν δεν υπάρχει δεν το λες για να μην τρομάξει και δεν έρθει ή γιατί σού φαίνεται γελοίο. Η option ‘άντε γαμήσου να ξελαμπικάρεις’ δε λειτούργησε. […] ήταν και ισημερία σήμερα. Θα κάναμε ένα ωραίο διαβατηριακό τελετουργικό –την ιεροτελεστία της άνοιξης.

Προς το παρόν, μόνο τουρίστες και τα πάντα βαριεστημένα ευγενικά γκαρσόνια (τι λέξη κι αυτή) του pain. Είναι τόσο πολλοί γαλλόφωνοι, που αναρωτιέμαι αν τα αντίστοιχα στις Βρυξέλλες ή το Παρίσι (έχει;) είναι αντίστοιχα επανδρωμένα με Άγγλους.

Για να περάσει λίγο η ώρα (εν μέρει, καλέ μου Κ.), μπορώ να φανταστώ τι περιμένω, αλλά θα ήταν αφόρητα μελό. Και νομίζω κάτι τέτοιο έχει ξαναγραφτεί. Πόσο πρωτότυπη όμως μπορεί να είναι η αναμονή; Φαντάζομαι, όλοι αναμένουμε με τον ίδιο τρόπο, παρότι διαφορετικά πράγματα ο καθένας. Αυτό που διαφέρει σημαντικά είναι η επιλογή της αναμονής και η ένταση της επιθυμίας. Κάποιοι προσπερνούν εντελώς τη διαδικασία και γίνονται fruitarians –ζουν με τα φρούτα που πέφτουν σάπια από το δέντρο για να μειώσουν την παρέμβαση. Άλλοι πηγαίνουν μέχρι την επιλογή, και όταν φτάνουν στην αίθουσα αναμονής (μια καλή ευκαιρία να αναλογιστεί κανείς τη φρίκη του συναισθήματος) αρκούνται στη μέτρια βίωση. Τους συμπάσχω απόλυτα –η πιθανότητα της ματαίωσης. Φοβερή πιθανότητα, με δόντια κοφτερά, οινόπνευμα και τσιρότα (=οδυνηρή).

Νομίζω πως κάτι συνέβη πριν χρόνια και η μέση λύση με αποχαιρέτησε. Ή καφενείο με κλειστά παράθυρα, ή ένα κουτάκι χωρίς πάτο, να μπαίνουν και να βγαίνουν όλα τα όμορφα και τ’ άσχημα. Τι αφήνουν, ίσως το μάθω κάποτε όταν, ήσυχος και αγαπημένος πια (από τον εαυτό μου και από κάποιον άλλο), επιστρέψω σε αυτή την ηλίθια και σολιψιστική αναμάσηση των ‘παραπόνων’.

Κακή συνήθεια. Τα λες, τα ξαναλές, ποτέ δεν έχεις γκρινιάξει αρκετά να το φχαριστηθείς, να φύγει να πάει στο διάλο και να δεις επιτέλους το πρόσωπό σου ολόκληρο, χωρίς να φοβάσαι τι μπορεί να εμφανίσει σε χρόνια από τώρα ο καμβάς. Εσύ ποτέ δεν έκανες συμφωνία με κανέναν για να διατηρήσεις –ποια ομορφιά απ’ όλες;

Το ανοιγόκλεισμα της πόρτας μάς προμηθεύει με ικανό stock ζευγαριών και καινούριων καφέδων. Εγώ το ορκίστηκα: δεύτερο large cappuccino δεν παίρνω. Τα επόμενα λεφτά της νύχτας θα χαλαλιστούν αλλιώς. Αρκεί η διάψευση της ισημερίας. Στο ηλιοστάσιο θα προετοιμαστώ καλύτερα, θα κάνω καθαρμούς, εξαγνισμούς, θα σφάξω κάνα γουρουνάκι να γουστάρω, να μείνει και το ψαρονέφρι να ταΐσω τους φίλους μου για να αντέξουν τη γκρίνια. Μετά, θα ξαναπιάσω πόστο στο pain, σε παραπλήσιο τραπέζι, και ίσως θυμηθώ να έχω μαζί μου το λαπιτόπι, γιατί με τα χαρτιά δε μπορείς να γράψεις ηλεκτρονικό κείμενο: πόσες φορές προσπάθησα και τα παράτησα.

Η αντιστοιχία του μέσου γραφής με το κείμενο ίσως να κρατά και τα κλειδιά της δικής μου απελευθέρωσης –να αντιστοιχίσω, ίσως, τα μέσα αναζήτησης με το αντικείμενό της (που είναι ποιο, είπαμε;). Η αναζήτηση, όμως, είναι περσινός αλγόρρυθμος (sic) κι έχει αρχίσει να μυρίζει. Στο μυαλό μου, το πτώμα της πρέπει να αντικατασταθεί από το εναλλακτικό serendipity. Έλεγε και ξανάλεγε με νεύρα ο έρμος ο Α., άνθρωπος flamboyant αλλά της επιφανείας (χωρίς το κόστος της πληθωρικότητας, θα πει): «σταμάτα αγάπη μου να παίζεις σε ταινία». Έτσι, όμως, φτάνουμε κάπου στην αρχή αυτού του κειμένου, και παρότι είχα την ευκαιρία να επεκταθώ περί της κινηματογραφικής μου ιδιοσυγκρασίας (αλίμονο), ἀφίσταμαι, που έλεγε κι ένας συνάδελφος παλιός, με αρχίδια.

Η ουσία της βραδιάς, όχι πολύ αρνητικά αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι ότι είχα στο χέρι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία· έκανα, όμως, έναν κόπο και το ‘αυτοεκπληρούμενη’ πήρε πόδι. Κι έμεινε –όχι πολύ αρνητικά, χαχα- η επιμονή της ακραίας επιλογής, του άκρου ‘έρχομαι’ κι ας μη συμβαίνει το διαβατηριακό. Κι έμεινε το κατακάθι των Κυριακών, και οι γραφές της ματαίωσης.

Και τα είδα, και είπα ότι όλα καλά.–